- εκφέρω
- (AM ἐκφέρω)1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό»)νεοελλ.γραμμ. παθ. εκφέρομαισυντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική»)μσν.1. απαγγέλλω, εκδίδω δικαστική απόφαση2. αποβάλλω3. αποκαλύπτω, φέρω στο φως4. αναδίδω οσμή5. φέρνω6. κατευθύνω, οδηγώ7. «ἐκφέρω συγγραφήν», συγγράφω8. επιφορτίζομαι («ὅστις μερίμνας διηνεκεῑς ἐκφέρει», Διγ.)9. (αμτβ.) χύνομαι, ρέω («διὰ τῶν ῥινῶν αἷμα ἐκφέρει», Ιερακοσ.)αρχ.1. βγάζω, παίρνω κάτι και τό φέρνω έξω2. παίρνω ως βραβείο ή αμοιβή3. «ἐκφέρω πόλεμον» — κηρύσσω ή επιχειρώ πόλεμο4. προκαλώ τον θάνατο κάποιου, τόν ξεκάνω5. φέρνω μαζί μου, αποκομίζω6. φέρω εις πέρας, αποτελειώνω, συμπληρώνω7. φέρνω ή βγάζω κάτι από τη θάλασσα στην ξηρά, ρίχνω στην ξηρά, αποβιβάζω8. (για γυναίκα) κρατώ ώς το τέλος το έμβρυο, ώς τη στιγμή τής γεννήσεως, γεννώ9. (για γη) παράγω10. (για φυτά) φέρνω καρπό, καρποφορώ, παράγω καρπό11. γνωστοποιώ, ανακοινώνω12. (για δημόσια μέτρα) εισηγούμαι13. (για συγγραφείς) εκδίδω, δημοσιεύω14. παρουσιάζω, επιδεικνύω, εκθέτω15. εμφανίζω, φανερώνω, αποκαλύπτω16. αναπτύσσω, εξασκώ17. προδίδω, μαρτυρώ18. προφέρω19. πληρώνω ως φόρο ή ως αποζημίωση20. απαιτώ φορτικά, εκβιάζω21. δραπετεύω22. παθ. ἐκφέρομαιφέρομαι πέρα από ένα όριο, παραφέρομαι από πάθος, οργή κ.λπ.23. ακολουθώ τα ίχνη24. (αμτβ.) (ενν. εμαυτόν) έρχομαι πρώτος, προηγούμαι από τους άλλους25. (για μαντείες) επαληθεύω, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, βγαίνω αληθινός26. αίρω*.
Dictionary of Greek. 2013.